-
1 внешний
внешний в разн. знач. εξωτερικός: \внешний вид το εξωτερικό, η όψη· \внешнийяя политика η εξωτερική πολιτική* \внешнийяя торговля το εξωτερικό εμπόριο* * *в разн. знач.вне́шний вид — το εξωτερικό, η όψη
вне́шняя поли́тика — η εξωτερική πολιτική
вне́шняя торго́вля — εξωτερικό εμπόριο
-
2 внешний
внешн||ийприл в разн. знач. ἐξωτερικός:\внешнийий вид τό ἐξωτερικό, ἡ ἐξωτερική δψη· \внешнийяя среда τό ἐξωτερικό περιβάλλον, ὁ περίγυρος· \внешнийее сходство ἡ ἐξωτερική ὁμοιότητα· \внешнийее спокойствие ἡ ἐξωτερική ἡρεμία, ἡ φαινομενική ἡρεμία· \внешнийий лоск ἐπιφανειακό γυάλισμα (или λοῦστρο)· \внешнийяя политика ἡ ἐξωτερική πολιτική· \внешнийяя торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· \внешнийий рынок зк. ἡ ἐξωτερική ἀγορά· ◊ \внешнийяя гавань ὁ προλιμένας. -
3 внешний
-яя, -ее, επ.1. εξωτερικός•-ие признаки εξωτερικά σημάδια•
внешний вид εξωτερική μορφή•
-ее сходство εξωτερική ομοιότητα.
2. επιφανειακός, επιπόλαιος, φαινομενικός•его доброта носит внешний характер η καλοσύνη του εί\«ι φαινομενική.
3. ο έξω από τα σύνορα, εξωτερικός•-яя политика η εξωτερική πολιτική•
-враг ο εξωτερικός εχθρός•
-яя торговля το εξωτερικό εμπόριο•
-ее вмешательство εξωτερική επέμβαση.
εκφρ.внешний угол – εξωτερική γωνία του τριγώνου, πολυγώνου. -
4 заём
το δάνειο-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заём
-
5 электрон
το ηλεκτρόνιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электрон
-
6 лоск
лоскм1. ἡ γυαλάδα, τό λοῦστρο, ἡ στίλβη·2. перен τό λοῦστρο:внешний \лоск τό ἐξωτερικό λοῦστρο. -
7 заём
займа α. δάνειο•дать в заём δίνω δάνειο•
взять в заём παίρνω δάνειο•
беспроцентный заём άτοκο δάνειο•
заём за проценты έντοκο δάνειο•
выигрышный заём λαχειοφόρο δάνειο•
пре-досшавить заём χορηγώ δάνειο•
государственный заём κρατικό δάνειο•
внутренний заём εσωτερικό δάνειο•
внешний заём εξωτερικό δάνειο.